- ἀλοητός
- ἀλοητόςthreshingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁλοητός — ἀλοητός , ἀλοητός threshing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλοητόν — ἀλοητός threshing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] … Dictionary of Greek
σπορητός — ὁ, Α 1. το σιτάρι που έχει σπαρεί 2. η σπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορτου σπείρω* + (η)τός, κατά τα ἀλοητός, ἀμητός] … Dictionary of Greek
ἀλοητοῦ — ἀλοητής thresher masc gen sg ἀλοητός threshing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)